- ξερόν
- ξερόνterra firmaneut nom/voc/acc sgξερόςmasc acc sgξερόςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξερόν — ξερόν, τὸ (Α) η ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ξερόν με σημ. «ξηρά» μαρτυρείται στην Οδύσσεια και έχει συνδεθεί με το επίθ. ξηρός*. Το βραχύ φωνήεν τού ξερόν, συγκριτικά με το μακρό φωνήεν του ξηρός, έχει ερμηνευθεί είτε ως βράχυνση για μετρικές ανάγκες… … Dictionary of Greek
Ξέρον, Γιάννης — (Ίσαρι Αρκαδίας 1890 – Νέα Υόρκη 1967). Ζωγράφος. Το αληθινό επώνυμο του ήταν Ξερόκωστας. Μετανάστευσε στις ΗΠΑ σε ηλικία 14 ετών και έζησε διαδοχικά στην Ουάσινγκτον, στην Ινδιανάπολη και στο Πίτσμπουργκ. Επέστρεψε στην Ουάσινγκτον (1910), όπου… … Dictionary of Greek
ξερά — ξερόν terra firma neut nom/voc/acc pl ξερός neut nom/voc/acc pl ξερά̱ , ξερός fem nom/voc/acc dual ξερά̱ , ξερός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сухой — сух, суха, сухо, укр. сухий, блр. сухi, др. русск. сухъ, ст. слав. соухъ ξηρός (Супр.), болг. сух, сербохорв. су̑х, ж. суха, словен. sȗh, suha, слвц., чеш. suchy, польск. suchy, в. луж. suchi, н. луж. suchy, полаб. säuche. Праслав. *suхъ… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
XERA — I. XERA Graecis hodiernis rupes est seu scopulus, item sabulum sub aqua, uti Nisaki seu Nisopolo, parvam Insulam seu nesida appellaut, Iac. Sponius, Itiner. part. 1. p. 151. Ex ξέρον, pro. ξηρόν, de quo vide Salmas. Not. ad Balistam Pollionis, in … Hofmann J. Lexicon universale
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ροχθώ — ῥοχθῶ, έω, ΝΜΑ (για τα κύματα ή γενικά για το νερό) αναταράσσομαι με βουητό, πλαταγίζω (α. «ῥόχθει γὰρ μέγα κῡμα ποτὲ ξερὸν ἠπείροιο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και τα συνώνυμα ῥόθος, ροῖ ζος, ῥοῖβδος). Για τη σχέση … Dictionary of Greek
σχερός — (I) ὁ, Α (μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ τού ρ. ἔχω* (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα ρός (πρβλ. κυδοός)]. (II)… … Dictionary of Greek
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek
χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… … Dictionary of Greek